- τώνα
- ἁ, Α (κρητ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ζώνη».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτῶνα — σιτών cornfield masc acc sg σῑτῶνα , σιτώνης public buyer of corn masc voc sg σῑτῶνα , σιτώνης public buyer of corn masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτώνας — σῑτώνᾱς , σιτώνης public buyer of corn masc acc pl σῑτώνᾱς , σιτώνης public buyer of corn masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
Αγαρηνοί — Έτσι ονομάζονταν στον Μεσαίωνα οι μουσουλμάνοι γενικά και ειδικότερα οι Άραβες, ως απόγονοι της Άγαρ, μητέρας του γενάρχη τους Ισμαήλ (Ισμαηλίτες). H λέξη χρησιμοποιείται συχνά από τους συγγραφείς της βυζαντινής περιόδου και αναφέρεται κυρίως… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
κερατῶνα — κερᾱτῶνα , κερατών made of horns masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρίτων' — Τρί̱τωνα , Τρίτων Triton masc acc sg Τρί̱τωνι , Τρίτων Triton masc dat sg Τρί̱τωνε , Τρίτων Triton masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρίτωνα — Τρί̱τωνα , Τρίτων Triton masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)